ποικιλόγαρυς

ποικιλόγαρυς
ποικῐλόγᾱρυς
1 with varied tones

φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν O. 3.8


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόγηρυς — και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, υος, ὁ, ἡ, Α αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γῆρυς «φωνή» (πρβλ. μειλιχό γηρυς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”