- ποικιλόγαρυς
- ποικῐλόγᾱρυς1 with varied tones
φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν O. 3.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν O. 3.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποικιλόγηρυς — και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, υος, ὁ, ἡ, Α αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γῆρυς «φωνή» (πρβλ. μειλιχό γηρυς)] … Dictionary of Greek